«Η δουλειά μου είναι κάτι σαν ημερολόγιο που είναι βγαλμένο από τις συγκινήσεις, τις εντυπώσεις, τις αναμνήσεις και τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης ζωής…»

Γιάννης Μόραλης

 

Ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπήρξε από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα, μεγάλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, σκηνογράφος και δάσκαλος με έργα που αναδεικνύουν τον πλούτο της μορφοπλαστικής του φαντασίας και την ευρύτητα των αναζητήσεών του.

Το ζωγραφικό του έργο αποτελεί θεμελιώδη έκφραση του «ελληνότροπου μοντερνισμού» και η συνολική προσφορά του στην ελληνική τέχνη είναι μεγάλη, σημαντική και αδιαμφισβήτητη.

 

Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου ή στις 6 Μαΐου 1916 στην Άρτα, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Κωνσταντίνου Μόραλη και της Βασιλικής Μιχάλη. Παρατηρώντας τη θεία του να ζωγραφίζει και μυρίζοντας το άρωμα της λαδομπογιάς, ο Γιάννης από πολύ μικρός αισθάνεται ότι το πάθος του είναι η ζωγραφική.

 

Το 1922 ο πατέρας του αναλαμβάνει καθήκοντα γυμνασιάρχη στην Πρέβεζα και η οικογένεια Μόραλη μετακομίζει και κατοικεί εκεί για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

 

Το 1927 η οικογένεια Μόραλη εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην Αθήνα, στο Παγκράτι

Έτσι, παράλληλα με τα σχολικά του μαθήματα, αρχίζει να παρακολουθεί κάθε Κυριακή, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, τις κυριακάτικες παραδόσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).  Εκεί, σε εκείνες τις παραδόσεις, πρωτογνωρίζει και τον μετέπειτα στενό του φίλο Νίκο Νικολάου.

 

Το 1931, σε ηλικία μόλις 15 ετών, καταφέρνει να ενταχθεί στο προπαρασκευαστικό τμήμα της σχολής, με καθηγητή τον Δημήτρη Γερανιώτη, και προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις της ΑΣΚΤ. Είναι η περίοδος που γνωρίζεται με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Χρήστο Καπράλο και ξανασυναντά τον Νίκο Νικολάου.

Η γνωριμία του Μόραλη με τον Τσαρούχη, τον Καπράλο και τον Νικολάου θα αποτελέσει ορόσημο στη ζωή του και στην επακόλουθη λαμπρή καριέρα του, γιατί εκτός από συμφοιτητές στην ΑΣΚΤ της Αθήνας γίνονται  και αχώριστοι φίλοι. Ο Τσαρούχης, ως μεγαλύτερος, εξελίσσεται σε μέντορα για τον Μόραλη και τον εισάγει στα μυστικά της τέχνης της ζωγραφικής.

 

Με το τέλος των σπουδών τους στη ΑΣΚΤ, ο Γιάννης Μόραλης και ο στενός του φίλος Νίκος Νικολάου θα διαγωνιστούν ως «αντίπαλοι» για μια μεταπτυχιακή υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για την Ιταλία. Τότε οι δύο φίλοι κάνουν μια συμφωνία: όποιος και από τους δύο κερδίσει θα μοιραστεί τα χρήματα με τον άλλον και θα πάνε μαζί στην Ιταλία. Έτσι κι έγινε. Με την αποφοίτησή του από την ΑΣΚΤ το 1936 ο Γιάννης Μόραλης κερδίζει την υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών και μαζί με τον Νικολάου ταξιδεύει τον Ιούνιο του 1937 για να σπουδάσει στη Ρώμη.

 

Ο Μόραλης θα μείνει στην Ιταλία για λίγους μήνες μέχρι τον Νοέμβριο του 1937, οπότε και καταφέρνει να εγκριθεί η μετακίνησή του στο Παρίσι, για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του διδασκόμενος νωπογραφία και ψηφιδωτό. Το 1939, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι φοιτητές του εξωτερικού καλούνται να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους και να επιστρέψουν βιαστικά στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και ο Μόραλης επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την πατρίδα.

Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσέν και μαζί εγκαθίστανται στο Κολωνάκι, ενώ τους θερινούς μήνες ζουν στο σπίτι της Ρουσέν στην Κηφισιά. Τα χρόνια της Κατοχής ο Μόραλης ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία, ώστε να εξασφαλίζει κάποιο σταθερό εισόδημα φιλοτεχνώντας πορτραίτα κατά παραγγελία. Εξακολουθεί επίσης να ασχολείται με τη χαρακτική.

 

Με τη Ρουσέν θα χωρίσει το 1945 και δύο χρόνια αργότερα, το 1947, παντρεύεται τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία αποκτά και τον γιο του Κωνσταντίνο.

Την ίδια χρονιά, το 1947, εκλέγεται τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης της ΑΣΚΤ και ξεκινά να διδάσκει από τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.

 

Το 1949 με άλλους Έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», με σκοπό τη δημιουργία μιας σύγχρονης καλλιτεχνικής κίνησης με νέα αισθητική γραμμή. Τον επόμενο χρόνο διοργανώνουν την πρώτη τους ομαδική έκθεση στο Ζάππειο.

 

Το 1951 ξεκινούν δύο ιδιαίτερα γόνιμες και μακροχρόνιες συνεργασίες. Η πρώτη, όταν αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο Έξι λαϊκές ζωγραφιές, που παρουσιάζει το Ελληνικό Χορόδραμα σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Με το Χορόδραμα ο Μόραλης θα συνεργαστεί για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Η δεύτερη συνεργασία εγκαινιάζεται όταν φιλοτεχνεί το εξώφυλλο και την προμετωπίδα για το βιβλίο του Ηλία Τσουκαλά, Υποβρύχιον Υ1 Β.Π. Κατσώνης, Ίκαρος, Αθήνα 1951. Με τις Εκδόσεις Ίκαρος ο Γιάννης Μόραλης θα συνεργάζεται ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Το 1954 ξεκινά η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν

 

Το 1957 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ.

 

Το 1958, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, εκπροσωπούν   την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ο Μόραλης εκθέτει 24 πίνακες, προσχέδια για σκηνικά και κοστούμια θεάτρου, λιθογραφίες και αρκετά σχέδια. Η συμμετοχή του στην Μπιενάλε και η επιτυχία που γνωρίζει έρχονται ως επιστέγασμα της σημαντικής ζωγραφικής του δουλειάς.  Η Μπιενάλε αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωγραφικής του πορείας, καθώς σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας δημιουργικής περιόδου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η πρώτη ατομική έκθεση του Γιάννη Μόραλη οργανώνεται μόλις το 1959, ενώ η επαγγελματική του σταδιοδρομία έχει ήδη εξελιχθεί. Η έκθεση γίνεται στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός», στην οδό Ηρακλείτου 21 στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Τα έργα που εκτίθενται είναι σε μεγάλο μέρος εκείνα με τα οποία συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας τον προηγούμενο χρόνο.

 

Την ίδια χρονιά, το 1959, ο Μόραλης αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τους εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας και τον επόμενο χρόνο φιλοτεχνεί συνθέσεις για το Ξενία της Φλώρινας και το Μον Παρνές της Πάρνηθας.

Η δεύτερη ατομική του έκθεση έρχεται το 1963 στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου Χίλτον. Σε αυτήν παρουσιάζει τη δουλειά των τριών τελευταίων χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η νέα σειρά έργων του: ΣΥΝΘΕΣΗ Α, Β, Γ, Δ, Ε  και Ζ – Τα Επιτύμβια, τα οποία αργότερα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη.

 

Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, ενώ είναι και η χρονιά μέσα στην οποία φιλοτεχνεί δέκα συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ ποιημάτων στα Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη των εκδόσεων Ίκαρος.

Με την τρίτη ατομική του έκθεση το 1972 στην Γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη ο Μόραλης εγκαινιάζει άλλη μια μακρά συνεργασία ζωής.

Η ζωγραφική του στο εξής θα πειραματίζεται στο επίπεδο της φόρμας με αυτό το «ολιγοψήφιο αλφάβητο», για το οποίο έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου της έκθεσης. Σε αυτή την έκθεση παρουσίασε μια άλλη ιδιαίτερη σειρά συνθέσεών του, τα Επιθαλάμια. Μεγάλα δίπτυχα ή τρίπτυχα, στα οποία η μορφή αποδίδεται με έντονες αντίθετες καμπύλες και με χαρακτηριστικά χρώματα το γαλάζιο, το άσπρο, το μαύρο και την ώχρα.

 

Όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αίγινα, του θύμισε έντονα την Πρέβεζα όπου περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια. Με γνώμονα αυτή τη συναισθηματική σύνδεση που ένιωσε και την αγάπη του για το «εκπληκτικό φως» της -όπως συχνά έλεγε- ο Μόραλης επέλεξε την Αίγινα ως τόπο έμπνευσης και δημιουργίας. Τη δεκαετία του ’70 αποφασίζει να χτίσει εκεί το σπίτι-ατελιέ.

 

Το σπίτι-ατελιέ το σχεδιάζει ο φίλος του αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης.

Και εκείνη την περίοδο στο νησί δημιουργείται η περίφημη «παρέα της Αίγινας». Οι φίλοι Νικολάου, Καπράλος, Σπανούδης, Ελύτης μαζεύονται τα βράδια μετά τις δουλειές τους στο σπίτι του γείτονα Νικολάου, όπου κουβεντιάζουν, «γελούν και καυγαδίζουν» μέχρι τα ξημερώματα.

Από τότε και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μόραλης κάθε χρόνο κατεβαίνει στην Αίγινα τη Μεγάλη Εβδομάδα και επιστρέφει στο ατελιέ της Δεινοκράτους 9 στην Αθήνα τον χειμώνα.

 

Το 1978 πραγματοποιεί την τέταρτη ατομική του έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Είναι μια μεγάλη ενότητα έργων, που έχουν κατά κύριο λόγο φιλοτεχνηθεί στην Αίγινα και φέρει τον τίτλο Πανσέληνος.

 

Το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.

 

Το 1983 γίνεται ατομική έκθεσή του στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη και την ίδια χρονιά, στις 31 Αυγούστου, αποχωρεί από την ΑΣΚΤ μετά από τριάντα έξι χρόνια διδασκαλίας.

 

Το 1988 γίνεται μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη.

 

Το 1992 Ατομική έκθεση στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη.

 

Το 1996 παντρεύεται την Ιωάννα Βασσάλου. Την ίδια χρονιά πραγματοποιείται αναδρομική έκθεσή του στην Ακαδημία Αθηνών, με έργα της Εθνικής Πινακοθήκης.

 

Το 1998 του απονέμεται ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

Το 2001 πραγματοποιείται έκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη, με τίτλο Γιάννης Μόραλης. Άγγελοι, μουσική, ποίηση.

 

 

Το 2005 πραγματοποιείται αναδρομική έκθεση στην Ερμούπολη της Σύρου.

 

 

Το 2008 ακολουθεί η έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο Ι. Μόραλης. Μια ανίχνευση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο.

 

 

To 2009 γίνεται η τελευταία εν ζωή έκθεσή του στο ΜΙΕΤ.

 

 

Ο Γιάννης Μόραλης έφυγε από τη ζωή στις 20 Δεκεμβρίου του 2009, στο σπίτι του στην Αθήνα.

 

To 2018 πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη η αναδρομική έκθεση ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ, στην οργάνωση της οποίας συμπράττουν το Μουσείο Μπενάκη ,η Εθνική Πινακοθήκη –Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας και η Γκαλερί Ζουμπουλάκη , με τη συμπαράσταση της οικογένειας του ζωγράφου.

Ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

«Ένα έργο μου πρέπει πρώτα να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια. Πολλές φορές βασανίζομαι με έναν πίνακα. Ψάχνω αυτό που μου λείπει και δεν το βρίσκω. Και ξαφνικά, ακόμα και ύστερα από καιρό συνειδητοποιώ ότι έλειπε μία και μόνη γραμμή. Τη βάζω και τότε ησυχάζω».

  Γιάννης Μόραλης